Deletion of claims from land registry books in the case of renunciation of the right to enforce a court decision

Διαγραφή αγωγής από βιβλία διεκδικήσεων και κτηματολογικά βιβλία στην περίπτωση της παραίτησης από το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης

 

Συνιστά λόγο διαγραφής της σχετικής αγωγής από τα ανωτέρω βιβλία;

Α. Το Νομικό Πλαίσιο

Από το άρθρο 220 ΚΠολΔ και το άρθρο 12 παρ.1 (περ. ιβ΄)[1] του Ν. 2664/1998 για το Εθνικό Κτηματολόγιο, προκύπτει η υποχρέωση εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων και στα κτηματολογικά βιβλία των αναγνωριστικών αγωγών, των εμπράγματων ανακοπών, καθώς και των αγωγών διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, όταν αφορούν ακίνητα, και μάλιστα εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή τους, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση αυτές απορρίπτονται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Σκοπός της παραπάνω πρόβλεψης είναι η προστασία των συναλλαγών και ιδίως των ειδικών διαδόχων που αποκτούν ακίνητο κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας, οι οποίοι και δεσμεύονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί.

Έτσι, πολλές φορές κατά τον διενεργούμενο νομικό έλεγχο ενός ακινήτου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εγγραφές τέτοιων αγωγών είτε στο κτηματολογικό φύλλο του ελεγχόμενου ακινήτου είτε στα βιβλία διεκδικήσεων.

Η διαγραφή από τα βιβλία διεκδικήσεων ή από το κτηματολογικό φύλλο , σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει απευθείας από τον υποθηκοφύλακα (χωρίς δηλαδή την εμπλοκή του δικαστηρίου), ενώ σε άλλες, η προσφυγή στο δικαστήριο είναι αναπόφευκτη.

Απευθείας από τον υποθηκοφύλακα ή από τον προϊστάμενο του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου μπορεί να ζητηθεί η διαγραφή, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση τελεσίδικης απόρριψης της αγωγής για δικονομικό ή ουσιαστικό λόγο (εκτός αν πρόκειται για αγωγή διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 ή 13 παρ.2 του Ν.2664/1998, οπότε απαιτείται το αμετάκλητο), η σύναψη δικαστικού συμβιβασμού (κατ’ άρθρο 293 Ι ΚΠολΔ), καθώς και η παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (κατ’ άρθρο 294 και 296 ΚΠολΔ αντίστοιχα). Σε περίπτωση δε άρνησής του να προβεί στην αιτούμενη διαγραφή με την καταχώριση σχετικής σημείωσης, η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά το άρθρο 791 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, από το άρθρο 220 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διαγραφή μιας τέτοιας αγωγής μπορεί να ζητηθεί δικαστικά από το κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο το οποίο δικάζει με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σημειώνεται ωστόσο ότι, όταν η προς διαγραφή αγωγή είναι καταχωρισμένη στο κτηματολογικό φύλλο, είτε το πρώτον είτε κατά μεταφορά από τα βιβλία του υποθηκοφυλακείου, το οποίο πλέον δεν υφίσταται παρά μόνο ως ιστορικό αρχείο, η σχετική αίτηση πρέπει να εκδικασθεί από τον Κτηματολογικό Δικαστή, δεδομένου ότι:

  • α. αφενός μεν στον Νόμο 2664/1998 που διέπει τη λειτουργία των κτηματολογικών γραφείων στο πλαίσιο του Εθνικού Κτηματολογίου δεν προβλέπεται διαδικασία διαγραφής της αγωγής,
  • β. αφετέρου δε από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 παρ. 5, 6 και 17 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Νόμου προκύπτει ότι οποιαδήποτε διαφορά αναφύεται σχετικά με τις προς καταχώριση πράξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αγωγές, αρμόδιος είναι ο Κτηματολογικός Δικαστής του Πρωτοδικείου στο οποίο υπάγεται το Κτηματολογικό Γραφείο.

Προϋπόθεση βέβαια σε αυτή την περίπτωση είναι η αγωγή που έχει εγγραφεί να  είναι «φανερά αβάσιμη» είτε νομικά, χωρίς ανάγκη απόδειξης (όπως ενδεικτικά η απαράδεκτη και η αόριστη αγωγή), είτε ουσιαστικά, όταν το δικαστήριο μπορεί να πεισθεί από τα έγγραφα που προσκομίζονται από τους διαδίκους ή τους τυχόν εξεταζόμενους μάρτυρες. Επίσης, στην κατηγορία αυτή ανήκει η αγωγή που έχει απορριφθεί τελεσίδικα ή καταργήθηκε η δίκη ή παραιτήθηκε ο ενάγων από το δικαίωμα ή το δικόγραφο ή η αξίωση έχει παραγραφεί, καθώς και εκείνη που έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, όπως επίσης  και η  εκκρεμότητα του δικογράφου για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς συζήτηση.

Άλλοι λόγοι που δικαιολογούν τη διαγραφή της αγωγής είναι η δημιουργία δεδικασμένου μετά την άσκηση της αγωγής ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος του εναγομένου που καταλύει το επικαλούμενο δικαίωμα του ενάγοντος της διαγραπτέας αγωγής, καθώς και ο δικαστικός συμβιβασμός, οπότε και προσκομίζονται τα σχετικά πρακτικά ή η συμβολαιογραφική  πράξη  που συντάχθηκε με βάση τα πρακτικά του δικαστηρίου.

Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 3 του β.δ 565/1998[2] που ρυθμίζει τον τρόπο τήρησης των βιβλίων διεκδικήσεων, προκύπτει η υποχρέωση καταχώρισης σημείωσης στο περιθώριο του βιβλίου διεκδικήσεων του αποτελέσματος και μόνο της απόφασης που δέχθηκε ή απέρριψε την εγγραφείσα αγωγή ή ανακοπή.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η εγγραφείσα αγωγή γίνει μεν δεκτή, αλλά κατόπιν ο ενάγων αποφάσισε να παραιτηθεί από το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής;

Με βάση τα παραπάνω, η  αγωγή σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί φυσικά να διαγραφεί από τα σχετικά βιβλία, αλλά ούτε και μπορεί να καταχωρηθεί σχετική σημείωση στο περιθώριο με αυτό το περιεχόμενο.

Β. Η Απόφαση 186/2024 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών

Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε πρόσφατα την υπ΄αριθμ. 186/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει κενό δικαίου, το οποίο πρέπει να καλυφθεί με αναλογία νόμου και δη κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 220 ΚΠολΔ και 3 του β.δ. 565/968.

Ειδικότερα, η ως άνω απόφαση, δεχθείσα:

  • α. ότι ο σκοπός της παραπάνω διάταξης του άρθρου 3 του β.δ 565/1998 είναι αναμφισβήτητα η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία των συναλλασσόμενων αναφορικά με το ακίνητο που αφορά η αγωγή, οπότε, ως διάταξη που τέθηκε προς εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, είναι δημοσίας τάξεως και
  • β. ότι μπορεί μεν να μην υφίσταται υποχρέωση προς καταχώριση της παραίτησης των διαδίκων από το δικαίωμα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, πλην όμως η απαρίθμηση των περιπτώσεων στην εν λόγω διάταξη δεν είναι περιοριστική, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται η καταχώριση της σχετικής σημείωσης και σε άλλες περιπτώσεις περάτωσης ή κατάργησης της δίκης πέραν των αναφερόμενων σε αυτή,

Κατέληξε στην κρίση ότι στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται κενό δικαίου, αφού ο νόμος, παρά το γεγονός ότι επιτρέπει και άλλους τρόπους περάτωσης της δίκης, εντούτοις δεν προβλέπει τίποτα για την περίπτωση της παραίτησης των διαδίκων από το δικαίωμα εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, το οποίο κενό πρέπει να καλυφθεί με αναλογία νόμου κατά τα παραπάνω. Την κρίση της δε αυτή στήριξε περαιτέρω κάνοντας ειδική αναφορά στην υποχρέωση τήρησης της αρχής της αληθείας των δημοσίων βιβλίων μεταγραφής, που αποτελεί προϋπόθεση της προστασίας των συναλλαγών, με την έννοια ότι τα αναγραφόμενα σε αυτά πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δίδοντας ανά πάσα στιγμή την αληθή και πλήρη εικόνα σε κάθε ενδιαφερόμενο της νομικής κατάστασης των ακινήτων, καθώς και στη θεμελιώδη αρχή της Πολιτικής Δικονομίας με βάση την οποία η πρωτοβουλία για την έναρξη, τη συνέχιση και την περάτωση της δίκης και συνεπώς και την παραίτηση από την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ανήκει εξ ολοκλήρου στη βούληση των διαδίκων.

Με αυτό δε το σκεπτικό, η ως άνω απόφαση διέταξε, κατ’ αναλογία νόμου και δη ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 220 ΚΠολΔ και 3 του β.δ. 565/968, τη διαγραφή αγωγής διανομής που είχε εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου και τα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αθηνών, επί της οποίας είχε εκδοθεί απόφαση Εφετείου που είχε διατάξει τη διανομή των ακινήτων με πώληση δια πλειστηριασμού και τη διανομή του προϊόντος του πλειστηριασμού, καθόσον εν τω μεταξύ εμφιλοχώρησαν εκτός από μεγάλο χρονικό διάστημα και πράξεις που υποδείκνυαν παραίτηση από το δικαίωμα εκτέλεσης αυτής, αναφέροντας επιπλέον χαρακτηριστικά ότι «η τυπική προσκόλληση στο γράμμα του νόμου θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση τόσο της ασφάλειας των συναλλαγών όσο και των θεμελιωδών αρχών που διέπουν την Πολιτική Δικονομία, αφού θα οδηγούσε στην ύπαρξη μίας ψευδούς προς τους τρίτους εικόνας ως προς την νομική κατάσταση του εν λόγω ακινήτου, το οποίο θα εμφανιζόταν βεβαρημένο, ενώ στην πραγματικότητα πρόθεση όλων των διαδίκων είναι η αξιοποίηση και η εκμετάλλευση του ως άνω ακινήτου ελευθέρου παντός βάρους ή διεκδίκησης και θα παρέβλεπε την αληθή βούληση των διαδίκων, στην αληθή των οποίων βούληση άλλωστε πρέπει να επικεντρώνεται η διαδικασία, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της συζητήσεως είναι αυτή που διέπει την πολιτική δίκη.».

 

[1]  Κατά το οποίο «ιβ) Οι κατά το άρθρο 220 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αγωγές και ανακοπές, οι αγωγές της παρ. 2 του άρθρου 6 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 13 του παρόντος και οι αγωγές της παρ. 2 του άρθρου 7 του παρόντος, όταν με αυτές ζητείται η αυτούσια απόδοση του πλουτισμού ή η αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, καθώς επίσης οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδίδονται επ` αυτών των αγωγών και ανακοπών.».

[2] Κατά το οποίο «Από της τελεσιδικίας της αποφάσεως της δεχομένης ή απορριπτούσης την αγωγήν ή την ανακοπήν, καταχωρίζεται σημείωσις περί τούτου εν τω περιθωρίω της οικείας σελίδος επιμελεία παντός ενδιαφερομένου.»